- μαστίζω
- μαστίζω βλ. πίν. 33
(μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μαστίζω — whip pres subj act 1st sg μαστίζω whip pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστίζω — (AM μαστίζω, Α δωρ. τ. μαστίσδω) 1. χτυπώ με μαστίγιο, μαστιγώνω, ραβδίζω, βιτσίζω, βουρδουλίζω, καμτσικίζω 2. μτφ. βασανίζω, πλήττω, χτυπώ νεοελλ. κατατρύχω, λυμαίνομαι, ερημώνω, καταστρέφω, αφανίζω, ρημάζω («οι επιδημίες μάστιζαν άλλοτε την… … Dictionary of Greek
μαστίζω — μάστισα, πλήττω, ερημώνω, κατατρύχω, λυμαίνομαι: Η πείνα μαστίζει πολλές περιοχές του πλανήτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαστίζετε — μαστίζω whip pres imperat act 2nd pl μαστίζω whip pres ind act 2nd pl μαστίζω whip imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστίζῃ — μαστίζω whip pres subj mp 2nd sg μαστίζω whip pres ind mp 2nd sg μαστίζω whip pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστίξω — μαστίζω whip aor subj act 1st sg μαστίζω whip fut ind act 1st sg μαστίζω whip aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστίξῃ — μαστίζω whip aor subj mid 2nd sg μαστίζω whip aor subj act 3rd sg μαστίζω whip fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστίσω — μαστίζω whip aor subj act 1st sg μαστίζω whip fut ind act 1st sg μαστίζω whip aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστιζομένων — μαστίζω whip pres part mp fem gen pl μαστίζω whip pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστιζόμεθα — μαστίζω whip pres ind mp 1st pl μαστίζω whip imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)